- φρακτήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο тех затвор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρακτήρας — ο, Ν τεχνολ. όργανο με το οποίο κλείνει ερμητικά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράκ της) + κατάλ. τήρας*] … Dictionary of Greek
φράκτης — ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα νεοελλ. 1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους 2. τεχνολ. φρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού ρ. φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. της*. Ο… … Dictionary of Greek